Θά ‘θελα νά ‘μασταν, αγαπημένη μου, άσπρα πουλιά επάνω στον αφρό της θάλασσας!
Τη φλόγα του μετεωρίτη ν’ αποφεύγαμε προτού να ξεθωριάσει και χαθεί,
Κι η φλόγα του γαλάζιου άστρου, του εσπερινού, κρεμάμενη στο χείλος τ’ ουρανού,
Έχει ξυπνήσει στις καρδιές μας, αγαπημένη μου, μια θλίψη που ίσως δε θα σβήσει.
Μια αφύπνιση έρχεται απ’ εκείνους τους ονειροπόλους, μες στη δροσιά, το κρίνο και το ρόδο,
Ω, μην ονειρεύεσαι, αγαπημένη μου, για κείνους, τη φλόγα του μετεωρίτη που χάνεται,
Ή τη φλόγα τ’ άστρου του γαλάζιου, π’ αργεί να σμίξει με τη δροσιά που πέφτει
Γιατί θα τό’ θελα να μεταμορφωνόμασταν σ’ άσπρα πουλιά επάνω στον περιπλανώμενο αφρό: Εγώ κι εσύ!
Την σκέψη μου σφυροκοπούν αμέτρητα νησιά, και Δαναών ακρογιαλιές πολλές,
Όπου ο Χρόνος σίγουρα θα μας ξεχνούσε, κι η λύπη δε θα μας πλησίαζε άλλο πια.
Σε λίγο μακριά απ’ το ρόδο και το κρίνο δεν θα μπορούσαμε ν’ αντέξουμε τις φλόγες.
‘Ασπρα πουλιά να είμασταν, αγαπημένη μου, επάνω στον αφρό της θάλασσας να πλέαμε!