Πιάσε το χέρι μου και πάμε, μη σε νοιάζει που δεν φαίνεται το τέρμα του δρόμου, μην σε τρομάζει που δεν μπορείς ακόμα να νιώσεις το δέρμα μου. Εκεί είναι, κάτω απ’ το χρωματιστό υλικό που το καλύπτει, σε σφίγγει δυνατά.
Κοίταξέ με, σου χαμογελώ. Μπορείς να το δεις στα μάτια μου, όποια μάσκα κι αν κρύβει τα χείλη μου. Κι εγώ το διακρίνω στα δικά σου.
Άρπαξε τα πινέλα του μυαλού σου κι έλα να δώσουμε χρώμα σε εκείνο το γκρι που φωλιάζει τόσο καιρό μέσα μας. Πάμε μαζί, να δημιουργήσουμε φωτεινές, αισιόδοξες αποχρώσεις, να βάψουμε το μέλλον που αχνοφαίνεται μπροστά μας.
Ανησυχείς… Ποιες αναμνήσεις θα φέρει το αύριο, σαν γίνει χθες; Θα είναι σαν εκείνες που λαχταράς τόσο καιρό να ξαναζήσεις;
Έχεις μια σκιά που τριγυρνάει μέσα σου, κουβεντιάζει με τον φόβο κι ειρωνικά σου ψιθυρίζουν.
“ Θα είναι όλα όπως πριν;”
Μην ξεγελιέσαι. Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν, όμως αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να γυρίσεις το κεφάλι στην ελπίδα. Εκείνη δεν είναι που πάντα κρατά ένα χαμόγελο στα δύσκολα για σένα;
Άνοιξε την καρδιά σου να υποδεχθείς τον ήλιο που ανατέλλει δειλά. Τι κι αν υπάρχουν κάποιες μέρες σύννεφα που τον καλύπτουν; Πάντα υπέλαμπρος θα ξεπροβάλλει πίσω τους.
Δες πως επιστρέφει και πάλι πίσω η ζωή. Την παρακολουθείς, μετρώντας τις κινήσεις που θεωρούσες δεδομένες. Τώρα ξέρεις. Τώρα εκτιμάς. Σε όλα όσα σου έλειψαν δίνεις αξία, γνωρίζεις πόσο δύσκολο είναι όταν σου τα στερήσουν.
Η ζωή τρέχει, πάντα τρέχει. Ποτέ δεν μένει πίσω. Ακόμα κι αν φάνηκε πως κοντοστάθηκε αναποφάσιστη για λίγο. Ακόμα κι αν λύγισε μπροστά στις τόσες απώλειες των ανθρώπων μας κι έδειχνε να μην την κρατούν πλέον τα γόνατα της. Προχωράει η ζωή. Κι αν μπορούσαν όσοι χάθηκαν μέσα στο μαύρο να βάψουν την δική σου με ένα χρώμα, θα ήταν το λευκό.
Πρόσεχε, θα σου φώναζαν. Δεν έχει δεύτερη ευκαιρία. Πρόσεχε, μα ζήσε. Κάνε βήματα, όσο κι αν σε τρομάζουν. Η στασιμότητα είναι βέβαιος θάνατος.
Τι περιμένεις λοιπόν; Πιάσε το χέρι μου και πάμε.
Κώστας Κρομμύδας
Συγγραφέας και ηθοποιός